- βαρβάτος
- (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από τη Θράκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’. Πήρε μέρος στην εκστρατεία στην Καρχηδόνα εναντίον των Βανδάλων, ως αρχηγός ισχυρού σώματος ιππικού. Στη μάχη του Τρικάμαρου, όπου οι Βάνδαλοι νικήθηκαν κατά κράτος, ο Β. ήταν διοικητής της δεξιάς πτέρυγας της βυζαντινής παράταξης. Παρέμεινε στην Αφρική με την εντολή να καταδιώξει τον στασιαστή στρατηγό Στότζα. Εγκαταλείφθηκε όμως από τους στρατιώτες του, οι οποίοι προσχώρησαν στον Στότζα, που κατόρθωσε έτσι να τον συλλάβει και, στη συνέχεια, μαζί με άλλους Βυζαντινούς στρατηγούς, να τον θανατώσει.
* * *-η, -ο (Μ βαρβάτος, ο, βαρβάτον, το)αυτός που δεν έχει ευνουχιστεί, ο ένορχιςνεοελλ.1. εκείνος που έχει μεγάλους όρχεις2. μεγάλος, πλούσιος («περιουσία βαρβάτη»)3. προσοδοφόρος («βαρβάτο μαγαζί»)4. ανδρείος, γενναίος («βαρβάτο παληκάρι»)5. ισχυρός, διακεκριμένος στο επάγγελμα, στην επιστήμη ή στην κοινωνική του θέση («βαρβάτος γιατρός, δικηγόρος» κ.λπ.)6. το ουδ. ως ουσ. μη ευνουχισμένο ζώο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. barbatus «γενειοφόρος»].
Dictionary of Greek. 2013.